«Άει Γαμήσου!». Είναι η πρώτη φράση του
μυθιστορήματος «Πουτάνας γιος» που έγραψε ο αγαπημένος φίλος ΠάνΩς
Κατσατούστρας.
Μην βγάζετε όμως βιαστικά συμπεράσματα.
Πρόκειται για ένα
κείμενο που ισορροπεί μεταξύ σκληρότητας και τρυφερότητας. Γλυκόπικρο σαν τη
ζωή, τρυφερό σαν χάδι και κοφτερό σαν λεπίδα.
Ο ΠάνΩς αγαπάει το να γράφει, το να
παίρνει θέση απέναντι στα γεγονότα, ενώ ταυτόχρονα να προσφέρει στον αναγνώστη
το απόσταγμα ενός φοβερά πλούσιου συναισθηματικού κόσμου. Κι εδώ έχουμε να
κάνουμε με ένα «γενναιόδωρο» βιβλίο.
Οι
ήρωές του κινούνται στην δυστοπία των «νέων καιρών». Βιώνουν τον βίαιο
μετασχηματισμό μιας «μετανθρωπικής εποχής», ενώ ταυτόχρονα το ατομικό δράμα
(ισορροπώντας μεταξύ ηδονής και οδύνης)
κορυφώνεται τραγικά. Οι ήρωες στέκονται κριτικά απέναντι στα γεγονότα, έχουν
άποψη και θέση, προσπαθούν να ζήσουν, να δημιουργήσουν, να ερωτευτούν, να
αγαπήσουν, κάνουν όνειρα και σχέδια, αγνοώντας όμως τον βασικότερο νόμο της
ζωής. Τον νόμο της αλληλοεπίδρασης. Αυτό που τελικά όλοι ορίζουν ως πεπρωμένο
ενώ στην ουσία είναι πάντα αποτέλεσμα ανθρώπινων επιλογών (είτε σε συλλογικό,
είτε σε ατομικό επίπεδο).
Αν αναγραμματίσει κανείς την λέξη «κάρμα», σχηματίζεται η λέξη «κράμα».
Αυτή
λοιπόν είναι η ομορφιά και η τραγικότητα αυτού του βιβλίου. Μια
«αρχαιοελληνική» τραγωδία προσαρμοσμένη σ’ ένα αδυσώπητο «σήμερα».
Το
βιβλίο έχει στιγμές που ξεχειλίζουν από λυρισμό.
Ο συγγραφέας μεταφέρει στο χαρτί
αφτιασίδωτη την προσωπική εμπειρία, αλλά και τις εμπειρίες (όμορφες και
τραγικές) ανθρώπων που έζησε μαζί τους, συναναστράφηκε και αγάπησε.
Το έργο κορυφώνεται τραγικά και ανθρώπινα, με έναν σχεδόν κινηματογραφικό
ρυθμό. Είναι μεγάλη επιτυχία για κάποιον που γράφει, να καταφέρνει από να σε
κάνει να δακρύσεις διαβάζοντας το κείμενο, και ταυτόχρονα να κινητοποιεί πάνω
απ’ όλα μέσα σου τον φιλοσοφικό στοχασμό. Κι αυτό να συμβαίνει εντελώς αβίαστα.
Κι ο ΠάνΩς στο βιβλίο του το πετυχαίνει απόλυτα.
Μακάρι
να ξανασυναντηθώ με την γραφή του και σε επόμενα έργα του.
Κλείνοντας,
οφείλω να ομολογήσω πως διαβάζοντας την τελευταία παράγραφο και γυρνώντας στην
τελευταία σελίδα, αυτόματα πέρασε από το μυαλό μου μια φράση του Ρεμπώ: «Η ζωή
είναι μια φάρσα που πρέπει να την υπομείνουμε όλοι».
Σ. Τριανταφύλλου
.
.